- ωραιόπλουμος
- και ωριόπλουμος, -η, -ο, Ν(ποιητ. λ.)1. πολύ όμορφα στολισμένος2. μτφ. όμορφος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ωραίος + πλουμίζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ωραιόπλουμος — η, ο ο στολισμένος πολύ ωραία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ωριόπλουμος — η, ο, Ν (διαλ. τ.) βλ. ωραιόπλουμος … Dictionary of Greek
ωριόπλουμος — η, ο βλ. ωραιόπλουμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)